- απαζάρευτος
- η , ο1) не торгующийся;
παίρνω κάτι απαζάρευτο — покупать что-л, не торгуясь;
2) легко улаженный, не вызвавший длительных переговоров
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παίρνω κάτι απαζάρευτο — покупать что-л, не торгуясь;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απαζάρευτος — η, ο 1. αυτός που δόθηκε χωρίς παζάρια, χωρίς διαπραγματεύσεις για μείωση της τιμής 2. αυτός που δεν κάνει παζάρια, δεν δέχεται διαπραγματεύσεις … Dictionary of Greek
απαζάρευτος — η, ο επίρρ. α η αγοραπωλησία που έγινε χωρίς παζάρια, χωρίς διαπραγματεύσεις για μείωση της τιμής: Το διαμέρισμα τ αγόρασα απαζάρευτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)