απαζάρευτος

απαζάρευτος
η , ο
1) не торгующийся;

παίρνω κάτι απαζάρευτο — покупать что-л, не торгуясь;

2) легко улаженный, не вызвавший длительных переговоров

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "απαζάρευτος" в других словарях:

  • απαζάρευτος — η, ο 1. αυτός που δόθηκε χωρίς παζάρια, χωρίς διαπραγματεύσεις για μείωση της τιμής 2. αυτός που δεν κάνει παζάρια, δεν δέχεται διαπραγματεύσεις …   Dictionary of Greek

  • απαζάρευτος — η, ο επίρρ. α η αγοραπωλησία που έγινε χωρίς παζάρια, χωρίς διαπραγματεύσεις για μείωση της τιμής: Το διαμέρισμα τ αγόρασα απαζάρευτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»